- ευμέλεια
- η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής]1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.)2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας ἐγένετο», Διον. Αλ.)νεοελλ.(για το ανθρώπινο σώμα) σωματική συμμετρία, αρμονικότητα γραμμών, σωματική πλαστικότητα, ευγραμμία.
Dictionary of Greek. 2013.